Παρουσιάστηκε λοιπὸν τὸ κοινὸ ἀνακοινωθὲν παπισμοῦ καὶ ὀρθοδοξίας,[1] καὶ ἴσως ἀξίζει νὰ τὸ διαβάσουμε, γιὰ νὰ δοῦμε πῶς καὶ ἀπὸ ἐδῶ γίνεται φανερὸ τὸ ἄτοπο τοῦ διαλόγου.
Πύργοι στὴν ἅμμο...
Δικαιολογῶντας τὸν φιλενωτισμό τους οἱ Ἐκκλησίες μας [2] δηλώνουν ὅτι ἔχουν συνείδηση πὼς ὁ κόσμος ἄλλαξε στὴ σύγχρονη ἐποχή, ἀλλαγὴ τὴν ὁποία καταλαβαίνουν ὡς διαδικασία ἐκκοσμίκευσης καὶ παγκοσμιοποίησης, ἀπέναντι στὴν ὁποία οἱ χριστιανοὶ χρειάζεται ἐπειγόντως νὰ δώσουν μαρτυρία γιὰ τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐλπίδα τους. [3]
Ἀλλὰ πῶς ὁ κόσμος βρέθηκε σὲ τόσο μεγάλη κρίση σήμερα εἰδικῶς, ὅταν ἡ ἀρχὴ τῆς ἐκκοσμίκευσης ἀνάγεται ἤδη στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες; Χωρὶς τὴν ἐκκοσμίκευση δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ παγκοσμιοποίηση, ἀκόμη καὶ μὲ τὰ σημερινὰ τεχνολογικὰ δεδομένα, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸν ἰσλαμικὸ φανταμενταλισμό. Ἑπομένως πρωταρχικώτερο εἶναι τὸ πρόβλημα τῆς ἐκκοσμίκευσης, τὸ ὁποῖο, εἴτε βλέπουμε νὰ ἀρχίζει στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, εἴτε στὸν σχολαστικισμό, εἴτε στὴν Ἀναγέννηση, στὴν Μεταρρύθμιση, στὴν ἐπιστημονικὴ ἐπανάσταση..., πάντως δὲν εἶναι τῆς σύγχρονης ἐποχῆς.
Οἱ Ἐκκλησίες μας στὸ ἔγγραφο αὐτὸ ἐμφανίζονται ὡς ἐὰν ἔρχονταν ἀπὸ τὸ πουθενά, αἴφνης ἀνακαλύπτοντας κόσμο μαστιζόμενο ἀπὸ τὴν ἐκκοσμίκευση, ὅπου μάχονται νὰ ἀντισταθοῦν - ἤτοι, χωρὶς καμμιὰ (δεδηλωμένη τουλάχιστον) ἐπίγνωση τῆς ἴδιας τῆς δικῆς τους, ὅποιου βαθμοῦ, συμμετοχῆς στὸ πρόβλημα αὐτό, χωρὶς ἀνάληψη τῶν ἱστορικῶν εὐθυνῶν τους, χωρὶς ἄρα δυνατότητα νὰ ἐξηγήσουν τὴν παροῦσα κατάσταση, τὴν ὁποία, παρόλα αὐτά, ἰσχυρίζονται ὅτι μποροῦν νὰ θεραπεύσουν.
Ἀκόμη καὶ ἂν δεχθοῦμε ὅτι δὲν εἶναι οἱ ἴδιες, ἔστω ἐν μέρει, ὑπεύθυνες γιὰ τὴν ἐκκοσμίκευση τὴν ὁποία καταδικάζουν, γιατί εἶναι τώρα ἱκανὲς νὰ κερδίσουν μία μάχη ποὺ ἤδη ἔχουν χάσει ἐπὶ αἰῶνες; Ἀπὸ μόνο του τὸ γεγονὸς τῆς μή-ἀναγνωρίσεως τῶν πραγματικῶν διαστάσεων τοῦ προβλήματος, τὸ γεγονὸς τῆς συστάσεως τοῦ ‘ἐκκλησιαστικοῦ’ διαλόγου ἐν εἴδει καφενεδικῆς μεμψιμοιρίας περὶ τοῦ ‘κακοῦ τῶν καιρῶν μας’, ἀσφαλῶς δὲν δείχνει ὅτι οἱ Ἐκκλησίες μας ἔχουν ἀποκτήσει μιὰ ἰδιαίτερη ἱκανότητα ἢ σοβαρότητα.
Διαβάζοντας τὴν ἐναρκτήριο ‘προσευχὴ’ τῶν Ἐκκλησιῶν μας νὰ τὶς δυναμώνει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ὥστε διὰ τῆς ἑνώσεώς τους νὰ ὑπηρετήσουν τὴν ἑνότητα καὶ εἰρήνη ὅλου τοῦ κόσμου,[4] ἀπορῶ ἀκόμη περισσότερο. Μόλις προηγουμένως, στὴν ἴδια παράγραφο, ἐλέγχθη πόσο ἀπειλούμεθα ἀπὸ τὴν παγκοσμιοποίηση, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς ἐργάζεται τὴν «ἑνότητα καὶ εἰρήνη» ὅλου τοῦ κόσμου. Ὅτι θὰ πολεμήσουν τὴν παγκοσμιοποίηση συστρατευόμενοι μαζί της, ὁμολογῶ πὼς εἶναι μιὰ τακτική, ἡ εὐφυία τῆς ὁποίας μὲ ξεπερνάει.
Κατὰ τί διαφέρει ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἔννοια τῆς εἰρήνης καὶ ἑνότητας ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ὑπηρετεῖ ἡ παγκοσμιοποίηση, ποιά ἡ σημασία τῆς Ἀλήθειας γιὰ τὴν «εἰρήνη καὶ ἑνότητα», ἢ ποιά ἡ ποιότητα τῆς «εἰρήνης καὶ ἑνότητας» χωρὶς τὴν Ἀλήθεια ἢ πότε, πῶς καὶ σὲ ποιοὺς βαθμοὺς καλύτερη ἡ διαίρεση ἀπὸ τὴν ἑνότητα, εἶναι ἐρωτήματα τῶν ὁποίων κάποιο ἴχνος μάταια θὰ ζητοῦσε κανεὶς νὰ βρεῖ στὴν προσευχὴ τῶν Ἐκκλησιῶν μας.[5] Δὲν συμβαίνει παρὰ συνέχεια τῆς καφενεδικῆς μεμψιμοιρίας, ἀπολήγουσας τώρα σὲ εὐχολόγιο ἐξίσου κενὸ καὶ ἀνώφελο, τὸ ὁποῖο ὁλοκληρώνεται μὲ δεύτερη ἐπίκληση στὸ ἅγιο Πνεῦμα, νὰ ὁδηγήσει τὶς Ἐκκλησίες μας νὰ ἐκφράσουν μὲ πληρότητα τὸ μυστήριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ἡ ὀμορφιὰ τοῦ ὁποίου ἀκτινοβολεῖ ἰδίως στὴν ἁγιότητα τῶν Ἁγίων, στὴν ὁποία ὅλοι καλούμεθα.[6]
Προφανῶς ἐδῶ γίνεται προσπάθεια νὰ συνδεθεῖ ἡ ἁγιότητα μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, ὥστε νὰ ἀναδειχθεῖ καὶ ἐσωτερικὸς λόγος γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν πέρα τῆς πολυπολιτισμικῆς «εἰρήνης καὶ ἑνότητας». Ὅμως τὸ ζητούμενο ἐκ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀγαθὸ ἔχει ἤδη ματαιωθεῖ, ἐφόσον καὶ ἡ παπικὴ καὶ ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνέδειξαν Ἁγίους ὅλο αὐτὸ τὸν καιρὸ τοῦ σχίσματος, οἱ ὁποῖοι, ἑπομένως, δὲν φάνηκε νὰ χρειάστηκαν ἰδιαίτερα τὸ μυστήριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας...[7]
Γιατί οἱ Ἐκκλησίες μας, μετὰ ἀπὸ τόσες συναντήσεις καὶ τόσους διαλόγους, δὲν κατόρθωσαν νὰ βάλουν στὰ θεμέλια τῆς προσδοκώμενης ἕνωσης τίποτε καλύτερο ἀπὸ μιὰ φοῦσκα, ἕτοιμη νὰ σκάσει προτοῦ κὰν τὴν ἀγγίξει ὁποιαδήποτε κριτική; Ποιά ἄλλη θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ αἰτία, παρὰ ὅτι δὲν ὑφίσταται πραγματικὸς λόγος γιὰ τὴν ἕνωση;
Ἂν ὑπῆρχε ὁ πραγματικὸς λόγος, δηλαδὴ ἀγάπη, τότε καμμιὰ ἀνάγκη ἐπικλήσεως τῶν 'δεινῶν τῆς ἀνθρωπότητος', τῆς πολυπολιτισμικῆς 'εἰρήνης καὶ ἑνότητας', εἴτε μιᾶς εὐλογίας τοῦ Πνεύματος κενῆς περιεχομένου, ἀλλὰ θὰ δήλωναν, πρὶν ἀπὸ ὅλα καὶ πέρα ἀπὸ ὅλα, ὅτι ἁπλὰ 'δὲν ἀντέχουμε χώρια, τέτοια εἶναι ἡ ἀγάπη μας...'
Ἂν ὑπῆρχε λόγος ἑνώσεως, δηλαδὴ ἀγάπη, οἱ Ὀρθόδοξοι θὰ ἔβλεπαν τὶς Εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων τῆς παπικῆς ἐκκλησίας, καὶ θἄθελαν νὰ τὶς ἔχουν στοὺς ναοὺς καὶ στὸ προσκεφάλι τῶν παιδιῶν τους, θὰ διάβαζαν τὸν Αὐγουστῖνο, τὸν Ἀλβέρτο, τὸν Ἀκινάτη, καὶ θὰ τοὺς ἤθελαν δικούς τους, γιὰ τὴν ἄσκηση, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν παιδεία τους, καὶ τὸ ἴδιο οἱ παπικοί, δηλαδὴ ὁ ἕνας θὰ θαύμαζε τὴν ὕπαρξη τοῦ ἄλλου καὶ θὰ τὴν ἤθελε δική του, ταπεινὰ προσφέροντας στὸν ἄλλο τὴν δική του δημιουργία.
Ἐλλείψει ἀγάπης, ἡ ὅση πράγματι καλὴ προαίρεση τῶν ἐκκλησιῶν μας γιὰ ἑνότητα, δὲν εἶναι παρὰ μόνο ἀξιοθρήνητο προσάναμμα συμβατικῆς, συντεχνιακῆς καὶ ἐργαλειακῆς συμφωνίας. Οἱ Ἐκκλησίες μας παραμερίζουν πλήρως κάθε τιμὴ στὸν Λόγο τῆς Ἐκκλησίας, καὶ παντρεύονται τὸν ἀποκρουστικὸ καὶ στυγερὸ χωρὶς ἔρωτα γάμο...
Ποιός ἔχει τὸ Ἀλάθητο;
Ἐπάνω στὰ θεμέλια αὐτά, κενῆς ἐκκλησιολογίας καὶ ἀνιστόρητης μεμψιμοιρίας, ἔρχεται ὁ διάλογος τῶν Ἐκκλησιῶν νὰ ‘σκεφτεῖ’ τὶς ἔννοιες τῆς Συνοδικότητας καὶ τῆς Αὐθεντίας, συμπεραίνοντας ὅτι κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας φέρει τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ μάλιστα κάθε μέλος εἶναι ἀλάθητο σὲ ζητήματα πίστης, ἐπειδὴ ἔλαβε τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα...[8]
Διακινδυνεύω τὴν εἰκασία ὅτι οἱ Ἐκκλησίες μας προσπαθοῦν νὰ συμβιβάσουν τὴν παπικὴ αὐθεντία μὲ τὴν συνοδικότητα, καὶ προκειμένου νὰ κρατήσουν τὴν πρώτη μεταφέρουν σκιὰ τοῦ Ἀλάθητου σὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, γεγονὸς ποὺ ἀναδεικνύει ἄλλη μιὰ φορὰ τὶς παπικὲς ρίζες τοῦ προτεσταντισμοῦ. Ὅμως ὅ,τι κίνητρο καὶ ἂν ἐργάστηκε στὴν σύνταξη τοῦ ἐγγράφου, τὸ ρητὸ ἀποτέλεσμα εἶναι αὐτό, καὶ ἡ ‘ὀρθόδοξη’ πλευρὰ δὲν ἔφερε καμμιά ἀντίρρηση, δὲν θυμήθηκε τὸν Μάξιμο ἔστω, ἀγωνιζόμενο ἐναντίον Ἀλαθήτων Ἀνατολῆς καὶ Δύσης ἱεραρχῶν καὶ συνόδων. Κι ἂν ὁ Μάξιμος εἶχε τότε Ὀρθοδοξία, ὅπως δεχόμαστε, τί συνέβαινε μὲ τὸ Ἀλάθητο τῶν ὑπολοίπων;
Ἀποστολικὴ διαδοχὴ χωρὶς Ἀποστολή...
Ἡ περιφρόνηση τῆς πραγματικότητας δὲν εἶναι ὁ καλύτερος σύμβουλος τῆς σκέψης, ὅπως φαίνεται καὶ στὴ συνάντηση αὐτὴ τῶν Ἐκκλησιῶν μας, ὅπου συνεργάζονται τερατολογίες ὑπὸ τὸν ὁρίζοντα ἐνισχύσεως τῆς ἤδη ριζωμένης νομικιστικῆς φύσης τοῦ παπισμοῦ εἰς Ἀνατολάς, ὅπου ἀντὶ τοῦ Πνεύματος ὅλα θὰ πρέπει νὰ προμηθεύει καὶ ἐγγυᾶται κάποια θεσμικὴ σύμβαση, τελετή, ἱεροπραξία, κτὅ.[9]
Ἡ τονιζόμενη στὸ ἔγγραφο ἀποστολικὴ διαδοχή, δὲν σημαίνει συνείδηση ἐκκλησιαστικὴ πράγματι, ἀλλὰ καθαρὰ τὸ ἐξωτερικὸ φαινόμενο τῆς διαδοχῆς, ὅπου δὲν τίθεται τὸ στοιχειῶδες ἐρώτημα τῆς πραγματικῆς σημασίας τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ὅταν οἱ διαλεγόμενες Ἐκκλησίες, ἡ παπικὴ καὶ ἡ ὀρθόδοξη, ἔχουν ἐξίσου ἀποστολικὴ διαδοχή, ἀλλὰ κατόρθωσαν νὰ διαφοροποιηθοῦν σὲ βαθμὸ σχίσματος. Ὅπως ὁ πάπας παραμένει Ἀλάθητος παρὰ τὰ χίλια καὶ ἕνα λάθη του (ὅσα καὶ ὁ ἴδιος ὁ παπισμὸς ἔχει κατὰ καιροὺς ὁμολογήσει) ἔτσι οἱ Ἐκκλησίες παραμένουν ἀμφότερες διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, ὅ,τι κι ἂν κάνουν...
Πάνω ἀπὸ ὅλα ἡ Ἐξουσία...
Ἀκόμη περισσότερο λάμπει τὸ Πνεῦμα διὰ τῆς ἀπουσίας Του, ὅταν οἱ Ἐκκλησίες μας προβάλλουν τὴν Ἐξουσία ὡς θεμέλιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀποστολῆς. Ἔτσι μαθαίνουμε ὅτι ἡ συγκέντρωση τῆς ἀνθρωπότητας στὸν Χριστὸ εἶναι σκοπὸς καὶ ἔργο τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἐξουσίας,[10] ἀπ’ ὅπου προκύπτει ὅτι ἀκολουθεῖ κανεὶς τὸν Χριστὸ ὑποτασσόμενος ἑκουσίως στὴν Ἐξουσία τῆς Ἐκκλησίας.[11]
Τὸ ἑκούσιον σημαίνει ὅτι οἱ φωτιὲς τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης καλὸ νὰ ἔλειπαν, δὲν ἐξηγεῖ ὅμως κατὰ τί διαφέρει ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν ὀπαδὸ τῆς ἰδεολογίας, ὁ ὁποῖος, ἑκουσίως ἐπίσης, ὑποτάσσεται στὰ ἰδεολογικὰ σχήματα καὶ τὶς ἡγεσίες ποὺ τὰ διαχειρίζονται. Δὲν ἐξηγεῖ ἐπίσης, αὐτὸ ποὺ οἱ ὀρθόδοξοι τουλάχιστον θὰ ἔπρεπε νὰ θυμηθοῦν, μὲ ποιὰ ὑποταγὴ καὶ ὑπακοὴ θὰ σωθοῦν ὅλοι ὅσοι γιὰ χάρη τῆς ἀλήθειας ἐναντιώθηκαν στὴν Ἐξουσία τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν ἐπισκόπων της, κλπ.
Τὸ πρόταγμα αὐτὸ τῆς Ἐξουσίας ὀφείλεται στὴν συντεχνιακὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ὅπου γίνεται δυνατὸ τὸ ἀδύνατο, νὰ μιλοῦμε γιὰ Χάρι τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν Ἐκκλησία, νὰ ἐπικαλούμαστε τὸ Πνεῦμα, νὰ μιλοῦμε γιὰ Μυστήρια, κλπ., τυφλοὶ στὴ Δόξα τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία μαντεύουμε νὰ ὑπάρχει μόνο σὲ κάποια ἀόρατη γιὰ μᾶς Ἐκκλησία...[12]
Οὔτε στοιχειώδης ἀξιοπρέπεια;
Στὶς εἰδήσεις τὸ κοινὸ ἀνακοινωθὲν τῶν Ἐκκλησιῶν μας προβλήθηκε κυρίως γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ παπικοῦ πρωτείου, τὴν ὁποία ἐκφράζει, ἀσχέτως ἂν δὲν προσδιορίζει τί συνεπάγεται στὴν πράξη τὸ πρωτεῖο αὐτό, παρὰ μόνο ὅτι παπικὴ καὶ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐδῶ διαφωνοῦν.
Γιατί ἡ ὀρθόδοξη πλευρὰ δὲν κατάλαβε καὶ δὲν διευκρίνισε, ὅτι ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ πάπας ἐνδιαφέρεται γιὰ ἕνα ἄλλο πρωτεῖο καὶ σὲ αὐτὸ εἶναι ταγμένος, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τοῦ ἀναγνωρίζεται (δυνητικὰ ἔστω) οὔτε κἂν πρωτεῖο τιμῆς... Ἀπὸ ὅποιον ἔχει τυραννικὲς διαθέσεις ἀπέναντί σου, ἀμέσως ἀφαιρεῖται κάθε τιμὴ ὁποιαδήποτε, ἀκόμη καὶ ἂν ὑπῆρχε προηγουμένως, - πιὰ δὲν ὑπάρχει, ἄρα δὲν ἀναγνωρίζεται οὔτε ἐπικυρώνεται οὔτε προτείνεται μὲ ἔγγραφα καὶ διαλόγους.
Ἔχουμε λοιπὸν καὶ ἐδῶ καθοριστικὸ ἀτόπημα τῆς ‘ὀρθόδοξης’ πλευρᾶς, ποὺ δὲν εἶναι τὸ κυριώτερο, ὅμως ἅπτεται τοῦ κυριωτέρου. Διότι ἂν ἔστω μόνο ἡ ἀρχὴ αὐτὴ γινόταν σεβαστή, δηλαδὴ ἡ στοιχειώδης ἀξιοπρέπεια, θὰ ἀποφεύγονταν οἱ ἴδιοι οἱ διάλογοι περὶ ἑνώσεως, ἀκόμη καὶ ἂν ἔλειπε, ὅπως λείπει, ἡ ἐλάχιστη ἐπαφὴ μὲ τὴν πραγματικότητα ὅτι οἱ Ἐκκλησίες μας δὲν μποροῦν νὰ ἑνωθοῦν μὲ ἀποφάσεις διαλόγων, τὴν ὥρα ποὺ οὔτε κἂν οἱ Πατέρες τῆς παπικῆς ἐκκλησίας δὲν ἐνδιαφέρουν τοὺς Ὀρθοδόξους, δὲν μεταφράζονται, δὲν διαβάζονται...
Σημειώσεις ------------------------------
1. Ecclesiological and Canonical Consequences of the Sacramental Nature of the Church. Ecclesial Communion, Conciliarity and Authority, Ravenna, 13 October 2007.
2. Roman Catholic Church καὶ Orthodox Church. Στὴ συνέχεια τοῦ κειμένου ἡ ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἀναφέρεται καὶ ἁπλὰ ὡς «καθολική», ὄνομα μὲ τὸ ὁποῖο συνήθως τὴν ἀποκαλοῦν καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι. Τὸ κείμενο ἀργότερα ἐξηγεῖ τὴν καθολικότητα ὡς οὐσιαστικὸ ἰδίωμα μιᾶς Ἐκκλησίας, ὥστε ἡ κατονομασία τῆς παπικῆς ὡς «καθολικῆς» Ἐκκλησίας ἀμέσως προκαταλαμβάνει τὸν ἀναγνώστη, ὅτι ἡ καθολικότητα ὑπάρχει στὴν παπικὴ μᾶλλον παρὰ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἄλλωστε πουθενὰ στὸ κείμενο δὲν ἀναφέρεται ἡ ὀρθοδοξία ὡς οὐσιαστικὸ ἰδίωμα μιᾶς Ἐκκλησίας, παρὰ μόνο συνωνύμως (Γιὰ παράδειγμα στὴν παρ. 35, doctrinal decisions [τῶν οἰκ. συνόδων] and their common faith formulations, especially on crucial points, are binding for all the Churches and all the faithful, for all times and all places). Ἡ γλωσσικὰ ἀμεσώτερη συσχέτιση τῆς καθολικότητας ὡς οὐσιώδους ἐκκλησιαστικῆς ποιότητας μὲ τὸν παπισμό, ὅπως συμβαίνει στὸ ἔγγραφο αὐτό, ἀποτελεῖ διπλωματικὴ νίκη τῆς παπικῆς πλευρᾶς, τὴν ὁποία δὲν φαίνεται κἂν νὰ ὑποψιάστηκαν οἱ ὀρθόδοξοι. Γιὰ τὴν σαφῆ καὶ συνειδητὴ ἐκμετάλλευση τοῦ ‘καθολικοῦ’ ἐπιθέτου τῆς παπικῆς ἐκκλησίας, βλ. π.χ. τὴν παρ. 11: The Church exists in many and different places, which manifests its catholicity. Being “catholic”, it is a living organism, the Body of Christ. Each local Church, when in communion with the other local Churches, is a manifestation of the one and indivisible Church of God. To be “catholic” therefore means to be in communion with the one Church of all times and of all places. That is why the breaking of eucharistic communion means the wounding of one of the essential characteristics of the Church, its catholicity... Δὲν θὰ ἐπεκταθῶ ἄλλο ἐδῶ, γιατὶ τὰ προβλήματα ποὺ ἐνδιαφέρουν πράγματι εἶναι ἀκριβῶς ὅσα δὲν ἔχουν νὰ κάνουν μὲ διπλωματίες. Μιὰ διπλωματικὴ νίκη τῶν Ὀρθοδόξων, ἂν εἶχε ἐπιτευχθεῖ, θὰ ἐνδιέφερε τόσο λίγο ὅσο καὶ ἡ διπλωματικὴ νίκη τῶν παπικῶν, ἡ ὁποία πράγματι ἐπετεύχθη. Χρειάζεται, ἀντίθετα, νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι πραγματικὴ ἕνωση μακραίωνα διαιρεμένων Ἐκκλησιῶν δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ μὲ διαλόγους ‘τεχνοκρατῶν’.
3. We are conscious that our dialogue is restarting in a world that has changed profoundly in recent times. The processes of secularization and globalization, and the challenge posed by new encounters between Christians and believers of other religions, require that the disciples of Christ give witness to their faith, love and hope with a new urgency (παρ. 1).
4. May the Spirit of the risen Lord empower our hearts and minds to bear the fruits of unity in the relationship between our Churches, so that together we may serve the unity and peace of the whole human family (παρ. 1).
5. Πρβλ. πιὸ κάτω, ἀπ’ ὅπου φαίνεται ὅτι οἱ διαλεγόμενοι κενολογοῦν ἐκτὸς πραγματικότητος, ἐφόσον ὁρίζουν ὡς ἔργο τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας κάτι ποὺ στὸ ἴδιο τὸ Εὐαγγέλιο ρητὰ δηλώνεται ὡς ἀνέφικτο, δηλαδὴ τὴν ἑνότητα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας: Ecclesial koinonia is the gift by which all humankind is joined together in the Spirit of the risen Lord (παρ. 31). Πόσο διαφορετικὴ δὲν θὰ ἦταν ἡ σκέψη τους, ἂν μόνο κατόρθωναν νὰ ὑποψιαστοῦν τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία ὡς πληρότητα συνυπάρξεως ἀνάμεσα σὲ ἔστω ἕναν ἄνθρωπο μόνο του καὶ τὸν Θεό... Καθὼς ἡ τέτοια Κοινωνία εἶναι αὐτοσκοπός, δὲν δίνεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα χάριν ἑνοποιήσεως τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλὰ χάριν τῆς ἰδίας, ὁ δὲ λαβὼν τὸ Χάρισμα τῆς Κοινωνίας αὐτῆς εἶναι φυσικὸ νὰ θέλει νὰ βοηθήσει καὶ ἄλλους. Ἡ Κοινωνία αὐτὴ εἶναι αὐτοσκοπός, δὲν εἶναι μέσον προσηλυτισμοῦ, διαφορετικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ πάψει ἂν ἔπαυαν νὰ ὑπάρχουν οἱ χρήζοντες μετανοίας.
6. May the same Spirit lead us to the full expression of the mystery of ecclesial communion, that we gratefully acknowledge as a wonderful gift of God to the world, a mystery whose beauty radiates especially in the holiness of the saints, to which all are called (παρ. 1).
7. Ὅτι τὸ «μυστήριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας» δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν Εὐχαριστία, φαίνεται καθαρὰ στὴν 2η παρ.: «...by addressing the mystery of ecclesial koinonia in the light of the mystery of the Holy Trinity and of the Eucharist», κλπ. Ἀλλὰ δὲν θὰ μποροῦσε οὕτως ἢ ἄλλως νὰ ἐννοεῖται ἡ Εὐχαριστία, ἐφόσον ἡ Ἐπιτροπὴ δὲν συστάθηκε γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει πρόβλημα στὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας, ἀλλὰ στὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν διαιρεμένων Ἐκκλησιῶν.
8. The whole community and each person in it bears the “conscience of the Church” (ekkesiastikè syneidesis), as Greek theology calls it, the sensus fidelium in Latin terminology. By virtue of Baptism and Confirmation (Chrismation) each member of the Church exercises a form of authority in the Body of Christ. In this sense, all the faithful (and not just the bishops) are responsible for the faith professed at their Baptism. It is our common teaching that the people of God, having received “the anointing which comes from the Holy One” (1 Jn 2, 20 and 27), in communion with their pastors, cannot err in matters of faith (cfr. Jn 16, 13) (παρ. 7).
9. Πρβλ. χαρακτηριστικὰ στὴν παρ. 21: All are called to be renewed by the Holy Spirit in the sacraments..., ὡς ἐὰν δὲν μποροῦσε κάθε στιγμὴ τῆς ὕπαρξης νὰ εἶναι κάθοδος Πνεύματος καὶ ἀνανέωση πνευματική. Καὶ ἀπὸ ἐδῶ φαίνεται καθαρὰ ὅτι δὲν ἔχουμε πνευματικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ κείμενο, ἀλλὰ τὴν γραπτὴ ἀπεικόνιση μιᾶς προσπάθειας συντεχνιῶν νὰ διατηρήσουν ἐκεῖνο ἢ τὸ ἄλλο (θεωρούμενο ὡς) συμφέρον τους.
10. Authority in the Church has as its goal the gathering of the whole of humankind into Jesus Christ (παρ. 13). Γιὰ τὴν ταύτιση Αὐθεντίας καὶ Ἐξουσίας βλ. τὴν προηγούμενη παράγραφο: When we speak of authority, we are referring to exousia...
11. Obedience to the authority of the Church in order to follow Christ (παρ. 14).
12. Each local Church is in communion not only with neighbouring Churches, but with the totality of the local Churches, with those now present in the world, those which have been since the beginning, and those which will be in the future, and with the Church already in glory (παρ. 32).
Πρβλ.
Πλῆρες κείμενο τοῦ ἀνακοινωθέντος (στὰ ἀγγλικά)
Ἡ ἕνωση τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὸν παπικὸ κλῆρο θὰ καταστρέψει τὴ Χριστιανοσύνη ὁλότελα
www.ellopos.gr/orthodoxy-afq/default.asp">Ὀρθοδοξία, Καθολικισμός, Εὐρώπη - Ἐρωτήσεις καὶ Ἀπαντήσεις
www.ellopos.gr/churchcontact.asp">Ἡ δύσκολη καὶ πραγματικὴ ἀρχὴ τῆς ἐπαφῆς
www.ellopos.gr/papacy.asp">Παπισμός - Ἡ Πληγὴ τῆς Χριστιανοσύνης
|